- άδουλος
- -η, -οαυτός που δε βρίσκει ή δεν έχει δουλειά: Ένας μήνας άδουλος, έξι χρέος (Καρκαβίτσας).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄδουλος — unattended by slaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… … Dictionary of Greek
ἄδουλον — ἄδουλος unattended by slaves masc/fem acc sg ἄδουλος unattended by slaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδούλοις — ἄδουλος unattended by slaves masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδουλα — ἄδουλος unattended by slaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδουλοι — ἄδουλος unattended by slaves masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδουλία — (I) ἀδουλία, η (Α) [ἄδουλος Ι] το να μην έχει κανείς δούλους για να τόν υπηρετούν, κατά συνέπεια η φτώχεια. (II) και ιά, η [άδουλος ΙΙ] η αδουλεψιά* (1, 2) … Dictionary of Greek
αδούλης — ο (θηλ. ούλα και ούλισσα και ούλω, η) [άδουλος ΙΙ] αυτός που αποφεύγει την εργασία, φυγόπονος, οκνηρός, τεμπέλης, ακαμάτης … Dictionary of Greek